- φοβήσει
- φοβέωput to flightaor subj act 3rd sg (epic)φοβέωput to flightfut ind mid 2nd sgφοβέωput to flightfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαιμονολογία — η 1. θρησκειολογική επιστήμη που εξετάζει τις σχετικές με τους δαίμονες δοξασίες. 2. το να ασχολείται και να μιλά κανείς σχετικά με τους δαίμονες: Μη δίνεις σημασία στη δαιμονολογία του, το κάνει για να σε φοβήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)